- φρίκικ
- τοάκλ. (λ. αγγλ.), παλαιότερος διεθνής ποδοσφαιρικός όρος, που σημαίνει ότι ο διαιτητής ρίχνει την μπάλα ανάμεσα σε δύο αντίπαλους παίχτες, που θα τη διεκδικήσουν από τη στιγμή που αυτή θα αγγίξει το έδαφος, σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος «ελεύθερο».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.